παράφορα

παράφορα
(I)
επίρρ. βλ. παράφορος.
————————
(II)
τά, Α
(κατά τον Ησύχ.) «παρατετραμμένα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραφορά — παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc/acc dual παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφορᾷ — παραφορά going aside fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… …   Dictionary of Greek

  • παραφορά — η έντονη εκδήλωση συναισθήματος, έξαψη, ταραχή, παραφροσύνη: Πάνω στην παραφορά του δεν ήξερε τι έλεγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράφορα — παράφορον borne aside neut nom/voc/acc pl παράφορος borne aside neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφοράν — παραφορά̱ν , παραφορά going aside fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφοράς — παραφορά̱ς , παραφορά going aside fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφοραῖς — παραφορά going aside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφοραί — παραφορά going aside fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφορᾶς — παραφορά going aside fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”